- στρίγγλα
- Μάγισσα, γριά κυρίως, που εμφανίζεται στα παραμύθια κι έχει τις ίδιες ιδιότητες που έχουν οι νεράιδες, που τις χρησιμοποιούν όμως για το κακό. Πραγματικά, ενώ η νεράιδα είναι υπερφυσικό πλάσμα, αγαθό και ενεργητικό στον άνθρωπο, στον οποίο έρχεται συχνά σε βοήθεια, η σ. είναι ένα είδος κακής νεράιδας και έχει όψη και χαρακτηριστικά ανάλογα με την κακή φύση της. Είναι δηλαδή μια ξεδοντιασμένη γριά με γαμψή μύτη, δέρμα γεμάτο ρυτίδες, μαλλιά άγρια, χέρια κοκκαλιάρικα και αρπακτικά, προικισμένη κατά κανόνα σχεδόν με εξαιρετική δύναμη κι έχει συχνά την ικανότητα να μεταμορφώνεται και να μεταμορφώνει ανθρώπους και πράγματα σε ζώα ή άλλα αντικείμενα. Σχεδόν πάντοτε είναι ανθρωπόφαγα και η όρασή της είναι αδύνατη, αλλά έχει όσφρηση οξύτατη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, στα παραμύθια, η σωματική της απεικόνιση προήλθε από την πατροπαράδοτη εικόνα που πίστευε ο λαός ότι είχαν οι μάγισσες. Ο όρος χρησιμοποιείται και για τον χαρακτηρισμό δύσμορφης και ερειστικής γυναίκας.
«Στρίγγλα και δαίμονες»: σχέδιο του Γκόγια.
«Η στρίγγλα»: πίνακας του Σαλβατόρ Ρόζα.
* * *και στρίγλα, η, ΝΜ, και στρίγκλα Ν(σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση) κακοποιό δαιμόνιο με τη μορφή ξερακιανής και άσχημης γριάς που προξενεί κακό, ιδίως στις λεχώνες και στα βρέφη, λάμιανεοελλ.1. γυναίκα κακούργο, μάγισσα2. γυναίκα εξαιρετικά δύστροπη («το ημέρωμα τής στρίγγλας»)3. πολύ άσχημη και αδύνατη γυναίκα4. γυναίκα που στριγγλίζει5. (ιδιωμ.) η υπνοβάτιδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < μσν. στρίγλα < αρχ. τρίγλη «είδος ψαριού με ακανθοπτερύγια», ενώ κατ' άλλους από λατ. striga «φάντασμα που κακοποιεί τα βρέφη» (< αρχ. στρίγξ*)].
Dictionary of Greek. 2013.